δείλαιος — δείλαιος, α, ον και ος, ον (Α) αξιολύπητος, θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος εκφραστικός τ. τού δειλός, παρεκτεταμένος σε αιος* (πρβλ. μάταιος)] … Dictionary of Greek
δείλαιος — wretched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίων — δείλαιος wretched fem gen pl δείλαιος wretched masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίως — δείλαιος wretched adverbial δείλαιος wretched masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείλαιον — δείλαιος wretched masc acc sg δείλαιος wretched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαιότατε — δείλαιος wretched masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαιότατος — δείλαιος wretched masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαιότερε — δείλαιος wretched masc voc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαιότερος — δείλαιος wretched masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίαις — δείλαιος wretched fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειλαίη — δείλαιος wretched fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)